Ἀδώνι'

Ἀδώνι'
Ἀδώνια , Ἀδώνια
neut nom/voc/acc pl
Ἀδώνιε , Ἀδώνιος
of Adonis
masc voc sg
Ἀδώνια , Ἀδωνιά
mourning for Adonis
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἄδωνι — Ἄδων masc dat sg Ἄδωνις favourite masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • αδωνιακός — ἀδωνιακός, ή, όν (Α) [Ἄδωνις] ο σχετικός με τον Άδωνι ή ο κατάλληλος για αυτόν …   Dictionary of Greek

  • αδωνιασμός — ἀδωνιασμός, ο (Α) θρήνος για τον Άδωνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδωνιάζω (= τελώ τα Αδώνια)] …   Dictionary of Greek

  • αδώνιος — α, ο (Α ἀδώνιος, ον) [Ἄδωνις] ο σχετικός με τον Άδωνι αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδώνιον ομοίωμα τού Αδώνιδος που περιέφεραν κατά τα Αδώνια* …   Dictionary of Greek

  • Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”